Το Στερνό Ταξίδι

14.90

Εξαντλημένο

Ο κυρ-Ανέστης ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του σε ένα θάλαμο του Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου και περίμενε από μέρα σε μέρα τη λύτρωση από τους φριχτούς πόνους που βασάνιζαν το κορμί του. Είχε προσβληθεί και εκείνος, όπως και τόσοι άλλοι συνάνθρωποί μας, από την καταραμένη αρρώστια που τον τυραννούσε αρκετόν καιρό τώρα και τον ταλαιπωρούσε.
Είχε παραμελήσει τελευταία τον εαυτό του· δεν είχε δώσει αρκετή σημασία στους πόνους που αισθανόταν στο στήθος του, και αυτό ήταν το μεγάλο του λάθος. Νόμισε ότι ήταν κάτι το περαστικό· ίσως κάποιο κρύωμα, κάποια ίωση ή κάποια γρίπη της εποχής και τα άφηνε να περάσουν χωρίς να ζητήσει τη βοήθεια των γιατρών.
Όταν αποφάσισε «να κοιταχτεί» ήταν πια αργά. Η αρρώστια,  που ύπουλα κατέτρωγε τα ζωτικά του όργανα, είχε προχωρήσει αρκετά· είχε φτάσει σε προχωρημένα στάδια και οι γιατροί τού έδιναν λίγα περιθώρια ζωής.
Στον ίδιο θάλαμο νοσηλεύονταν και άλλοι ασθενείς με διάφορα περιστατικά, που η κατάστασή τους ήταν καλύτερη από τη δική του.

Ολημερίς πηγαινοέρχονταν οι συγγενείς τους και τους συντρόφευαν, δίνοντάς τους κουράγιο και υπομονή στις δύσκολες στιγμές τους.
Για τον κυρ Ανέστη, που ήταν ένας άνθρωπος μοναχικός, δεν φαινόταν κανένας δικός του στο επισκεπτήριο. Σπάνια έβλεπε κάποιον μακρινό συγγενή, και αυτόν για πολύ λίγη ώρα· αυτό ήταν το παράπονό του. Ζήλευε στ’ αλήθεια τους άλλους που είχαν κάποιο άνθρωπο να τους παρασταθεί στις δύσκολες στιγμές τους. Μόνη του παρηγοριά ήσαν οι ίδιοι οι ασθενείς του θαλάμου και οι επισκέπτες τους, που αντάλλαζε πότε πότε μερικές κουβέντες μαζί τους και ξεχνιόταν λίγο από τον πόνο του.

Έστω και κάποια παρήγορα λόγια που άκουγε από το στόμα τους, ήταν και αυτά μια προσωρινή ανακούφισή του. Οι νοσηλεύτριες, απασχολημένες «υπέρ το δέον» με τη δουλειά τους, δεν είχαν χρόνο να ασχοληθούν μαζί του πέραν από τις νοσοκομειακές υπηρεσίες που του προσέφεραν.

Η προϊσταμένη μόνο, όπως τον έβλεπε μοναχό,πονεμένο και απογοητευμένο, ερχόταν κάποτε κάποτε για να του κάνει η ίδια την παυσίπονη ένεση που τον ανακούφιζε από τους πόνους του· κάθιζε και λίγο παραπάνω για να του κάνει συντροφιά αφού δεν είχε κάποιο δικό του. Κουβέντιαζε μαζί της και της εξιστορούσε μερικές περιπέτειες από τη ζωή του:
– Ευχαριστώ, της έλεγε, που βρέθηκε κάποιος άνθρωπος να μου συμπαρασταθεί, έστω και για λίγο. Οι πόνοι μου είναι αβάστακτοι. Η ένεση που μου κάνεις δεν με «πιάνει» πια και υποφέρω. Ευτυχισμένος θα ήμουν εάν αντί το φάρμακο που μου βάζεις να ήταν κάποιο άλλο που θα μου έδινε πραγματική ανακούφιση, ξεκουράζοντάς με μια και καλή.
– Μην απογοητεύεσαι τόσο. Έχει ο Θεός και για σένα, του απαντούσε εκείνη για να του δώσει θάρρος και να τον αποσπάσει λίγο από τις σκέψεις του. Τον άφηνε να της διηγείται λίγες από τις περιπέτειές του που είχαν σημαδέψει την πολυτάραχη ζωή του. Από την στιγμή που αντίκρισε τον κόσμο, όλος του ο βίος ήταν μια αδιάκοπη τρικυμία, που χρειαζόταν πολλές ώρες για να την περιγράψει. Για λίγο ανακουφιζόταν· μετά βυθιζόταν πάλι στις σκέψεις του και στους πόνους που ταλαιπωρούσαν το κορμί του.

Στοιχεία Βιβλίου

  • Εκδόσεις: Mystis
  • Συγγραφέας: Αθανάσιος Τουτουδάκης
  • Πρώτη Έκδοση: 2019
  • ISBN: 978-618-5024-95-6
  • Σελίδες: 194
  • Διαστάσεις: 14×21εκ.
  • Βάρος: 240γρ.
  • Εξώφυλλο: Μαλακό

Αξιολογήσεις

Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.

Δώστε πρώτος μία αξιολόγηση “Το Στερνό Ταξίδι”

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *